- λουτροχόος
- λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, -ον (Α)1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόοςδούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.)3. φρ. «λοετροχόος τρίπους» — τρίποδος λέβητας στον οποίο θερμαινόταν νερό για πλύσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο-χόος].
Dictionary of Greek. 2013.